«Ποιος την ζωή μου»-κριτική από την Βίκη Παναγιωτοπούλου.

«Ποιος την ζωή μου»
Σκηνοθεσία Θέμης Μουμουλίδης
«Μας κυκλώνει ένα πέλαγος αρμονίας. Περιβαλλόμεθα από την συμπαντική αρμονία. Η ζωή είναι αρμονία, ο θάνατος χάος.»
Με αυτά τα λόγια να δεσπόζουν στην οθόνη προβολής, μέσα σε ένα σκηνικό περιβάλλον φτιαγμένο από μεγενθυμένες παρτιτούρες, δίνεται η έναρξη της παράστασης «Ποιος την ζωή μου», μια παραγωγή που παρουσιάζεται στο θέατρο Badminton και αποτελεί την μουσικοθεατρική βιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη.
Το εγχείρημα φαντάζει σχεδόν απραγματοποίητο. Πώς να χωρέσεις σε τρείς ώρες θεατρικής αφήγησης, την ζωή του μεγαλύτερου εν ζωή μύθου της ελληνικής πραγματικότητας. Πώς να καταφέρεις να αφηγηθείς τις πράξεις ενός παγκοσμίου φήμης μουσικού και απαράμιλλου ύψους πολιτικού άνδρα, οι οποίες σημάδεψαν την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας μέσα στον εικοστό αιώνα.
Δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη προσπάθεια προσέγγισης αυτού του μεγαλεπίβολου σχεδίου, με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας, ο Θέμης Μουμουλίδης επανέρχεται με μια νέα παραγωγή του μεγαλόπνοου αυτού εγχειρήματος. 136 σκηνές, πάνω από 60 τραγούδια, 25 ηθοποιοί χορευτές, 5 τραγουδιστές και 11 μουσικοί επί σκηνής. Η δημιουργία μιας φαντασμαγορικής εποποιίας είναι η πρόθεση. Το αποτέλεσμα;
Το αποτέλεσμα είναι μια καλοκουρδισμένη παράσταση, με μια χρονολογικά δομημένη, σχεδόν κινηματογραφική αφήγηση, που συνδυάζει πρόζα, μουσική, χορό και προβολές οπτικού υλικού, που λειτουργούν κυρίως ως χρονολογική γέφυρα μεταξύ των σκηνών. Η αφήγηση αρχίζει με την Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Αυτή είναι η χρονολογική στιγμή και ο τόπος, οπού γίνεται η γνωριμία των γονειών του. Η αρχή της ιστορίας του Θεοδωράκη ταυτίζεται με το τέλος μιας άλλης ιστορίας, αυτής του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας για την Ελλάδα. Η ιστορία του συνεχίζεται. Οι μεταθέσεις του πατέρα, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η συνειδητοποίηση της ανάγκης για μουσική, η αρχή της πολιτικής αφύπνισης, οι πρώτες συλλήψεις. Μια ζωή ξεδιπλώνεται. Αντίσταση, μουσικές σπουδές, εξορίες, μουσικές επιτυχίες, αντιδικτατορικός αγώνας. Ένα πλαίσιο οπού ο αφηγητής Θεοδωράκης (Άρης Λεμπεσόπουλος) διηγείται τις εσωτερικές του αναζητήσεις, τις οικογενειακές του σχέσεις, τις ερωτικές του ανησυχίες, τους μουσικούς του προβληματισμούς, την συνύπαρξη με τους συνεργάτες και συνοδοιπόρους του (Χατζηδάκης, Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Κατσαρός κ.α). Η ιστορία όμως αυτής της ζωής είναι άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Η συνύφανση αυτή, είναι το αποτέλεσμα μιας προσωπικής επιλογής. Η πορεία του Θεοδωράκη είναι απόρροια μιας ηθικής επιλογής, μιας ουσιαστικά ηθικής δέσμευσης απ’ την οποία ποτέ δεν παρέκκλινε, αυτή της σύζευξης των δύο μεγάλων του ερώτων, της μουσικής και της επανάστασης. Καρπός αυτής της ηθικής επιλογής, η δημιουργία ενός ανυπέρβλητου μουσικού έργου, πολιτισμική ταυτότητα ιθαγένειας για κάθε σύγχρονο Έλληνα ασχέτως τάξης και ιδεολογίας. Και σε αυτή την ηθική δέσμευση βρίσκεται ο πυρήνας της μυθικής προσωπικότητας του Μίκη Θεοδωράκη. Στην ανάδειξη αυτού του πυρήνα στηρίζεται και η δραματουργία της παράστασης. Η ζωή του Θεοδωράκη δεν είναι μια κοινή ζωή. Ο Θεοδωράκης έζησε χίλιες ζωές στην μία αυτή ζωή. Αυτό που παρακολουθούμε επί σκηνής είναι η ταύτιση αυτής της ζωής με την ιστορία μιας χώρας, μια ταύτιση που συμβαίνει εξαιτίας της δράσης ενός πολιτικού άνδρα που αποφάσισε να ταυτίσει την καλλιτεχνική του υπόσταση με την πορεία ενός λαού, μέσω ενός οράματος. Πρόκειται για το όραμα της μουσικής και αισθητικής αγωγής ενός ευρέος κοινού μέσα από λαικά τραγούδια υψηλών απαιτήσεων, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, μελοποιώντας τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές ( ενδεικτικά αναφέρουμε «….η μουσική σαν λειτουργεία επαφής με τον άλλον, τον ανώνυμο», «Η μεγάλη ποιίηση είναι λαική», « Δεξιοί αριστεροί τώρα όλοι αδέλφια….όλοι ένα δέντρο, μια πηγή, μια βρύση πίσω απ’ την Πασχαλιά, την Ελλάδα» ).Αυτή η μουσική είναι και το ατού της παράστασης. Τα 60 και πλέον τραγούδια που ακούγονται, ερμηνευμένα εξαιρετικά από τον Κώστα Μακεδόνα, τον Κώστα Θωμαίδη, την Άννα Λινάρδου, και κυρίως την Γιώτα Νέγκα (η Δραπετσόνα τραγουδισμένη μέσα στην πλατεία του θεάτρου, είναι απ’ τις πιο δυνατές στιγμές της παράστασης). Το συναίσθημα στην παράσταση γεννάται απ’ την ίδια την μουσική του Θεοδωράκη, και όχι απ’ την εξιστόρηση της βιογραφίας του. Άλλωστε αυτή είναι η ουσιαστική του βιογραφία. Η διάδραση με την πλατεία είναι μόνιμη εποδώς του έργου. Οι θεατές συνεχώς σιγοτραγουδούν, χειροκτοτούν, αντιδρούν συγκινησιακά, με αποκορύφωμα την στιγμή του «Θα σημάνουν οι καμπάνες», οπού εκτονώνεται το θυμικό ενός κοινού που ζει την εξαθλιωτική σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα μιας Ελλάδας σε περίοδο κρίσης. Ένα θέατρο εν χορώ να τραγουδά « …Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας , δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει».
Κάτω απ’ το πρίσμα της ενίσχυσης και ανάδειξης της μυθικής πλευράς του Θεοδωράκη, έγινε και η επιλογή των τραγουδιών της παράστασης. Τα δημοφιλή λαικά τραγούδια και οι μπαλάντες του είναι αυτές που μονοπολούν, αφήνοντας εκτός άλλες πλευρές του μουσικού του έργου όπως τραγούδια λιγότερο δημοφιλή και αποσπάσματα απ’ το ευρύτερο συμφωνικό του έργο. Αλλά αυτό που κυρίως καταδεικνύει την πρόθεση παρουσίασης μιας μυθολογίας, είναι το κλείσιμο της βιογραφικής του εξιστόρησης στο έτος 1974. Η δράση μιας ολόκληρης τριακονταετίας , οπού ο Θεοδωράκης συνεχίζει και μουσικά αλλά και πολιτικά να εκφέρει δημόσιο λόγο, αποσιωπάται. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχει δοθεί βάρος στο συμφωνικό του έργο, έχει συγκρουστεί με την Αριστερά, έχει βρεθεί σε βουλευτικές και υπουργικές θέσεις, παρεμβαίνει με εκρηκτικό πάντα τρόπο στα δημόσια πράγματα, μέχρι και τις πρόσφατες εξελίξεις με την δημιουργία του ΣΠΙΘΑ το 2010. Προφανώς όλο αυτό το υλικό δεν είναι πρόσφορο για το χτίσιμο μιας μυθολογίας, γιαυτό και γίνεται μια σύντομη αναφορά του στην οθόνη ως οπτικό υλικό.
Σε ότι αφορά τώρα τα δραματοποιημένα μέρη και τα άλλα σημεία της σκηνικής παρουσίασης πέρα απ’ το μουσικό κομμάτι, τα πράγματα κινούνται στο πλαίσιο του αναμενόμενου. Οι χορογραφίες και η σκηνική κίνηση του πλήθους-χορού, της Αποστολίας Παπαδαμάκη, κινούνται και αυτές στο ύφος της ηρωικής εξιδανίκευσεης της εποποιίας, στερημένες ίσως από την λαϊκή εκείνη χροιά, μέρος της κοσμοθεωρίας του Θεοδωράκη. Η υποκριτική εκπροσώπηση των δραματοποιημένων σκετς της αφήγησης, επαρκής. Ο Γρηγόρης Βαλτινός και η Φιλαρέτη Κομνηνού, αποτελούν δυο ηθοποιούς που κυριαρχούν απόλυτα των εκφραστικών τους μέσων. Η σκηνική τους παρουσία, πάντοτε σταθερά επιβλητική. Όσον αφορά τώρα τον Άρη Λεμπεσόπουλο, η επιλογή του για τον ρόλο του Θεοδωράκη μπορεί αρχικά να ξενίζει. Σε πρώτη ανάγνωση ο Λεμπεσόπουλος, ένας έξοχος ερμηνευτής εσωτερικών χαμηλών αποχρώσεων, φαίνεται να απέχει ως εικόνα απ’ την πληθωρικότητα και το εκτόπισμα της προσωπικότητας του Θεοδωράκη. Η σκηνική ευφυΐα του Λεμπεσόπουλου όμως, λειτούργησε ενισχυτικά ως προς την σκηνική παρουσίαση του ήρωα Θεοδωράκη σε σχέση με την όλη αφήγηση της παράστασης. Αποφεύγοντας κάθε προσπάθεια μιμητισμού, που θα οδηγούσε σε παρωδία, κράτησε μια απόσταση απ’ τον ρόλο, φέρνοντας τον ήρωα Θεοδωράκη πιο κοντά σε αυτόν, χωρίς να του στερήσει το βάθος της προσωπικότητας του. Η οποιαδήποτε άλλωστε «ενσάρκωση» στην γραμμή του να θυμίζει ή να μοιάζει με τον Θεοδωράκη είναι εκ γενετής καταδικασμένη, εφόσον τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την ζωντανή εικόνα ενός ανθρώπου που βρίσκεται ανεξίτηλα γραμμένη στο συλλογικό συνειδητό των Ελλήνων.
Εν κατακλείδι, αυτή η ανεξίτηλα γραμμένη στην ελληνική συνείδηση προσωπικότητα και η παρουσίαση της ,είναι και το κυρίαρχο εύσημο μιας τίμιας, παρόλες τις αδυναμίες της, παράστασης. Ξαναθυμίζει και ίσως γνωρίζει στους νεότερους, γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης αποτελεί και θα αποτελεί ένα ανεξάντλητο κεφάλαιο για την ιστορία, αλλά κυρίως για την πορεία της Ελλάδας, σε μια στιγμή που η ταυτότητα της χώρας βρίσκεται σε μεγάλη αξιακή κρίση.
επιμέλεια:Βίκη Παναγιωτοπούλου