Απορίες, Ερωτήσεις, Διαπιστώσεις, Απαντήσεις, μία συνέντευξη …μικρή, για μια ξεχωριστή βραδιά.

24 Σεπτεμβρίου 2014 μεσημέρι. Ο καιρός έδειχνε καλός δίχως πρόθεση για εκπλήξεις. Ο ήχος της κλήσης του τηλεφώνου του φάνηκε έντονος. Πριν προλάβει να πει λέξη άκουσε το φίλο του να λέει κατηγορηματικά: «Θα συναντηθούμε το βράδυ στο Βυζαντινό μουσείο όπως είπαμε. Στις 8 στην είσοδο και άσε τα παραξενηλίκια» Χαμογέλασε. «Εντάξει θα συναντηθούμε εκεί» απάντησε.

Ανακατεύοντας τους ψηφιακούς δίσκους του άκουγε και ξανάκουγε σχεδόν κάθε μέρα μουσικά κομμάτια που του ήταν προσφιλή και όχι μόνο. Περισσότερο βέβαια αυτά που του δημιουργούσαν ευφροσύνη, αυτά που τον γέμιζαν, αυτά που τον έκαναν να ψάχνει την ιστορία τους και τις επιρροές που δέχθηκε η σύνθεσή τους.
Αισθανόταν και αυτός τη μουσική σαν μία παγκόσμια γλώσσα έκφρασης συναισθημάτων και αυτό ήταν που τον έκανε να ψάχνει περισσότερο.
Από ακούσματα της λόγιας ¨δυτικής¨ μουσικής ήταν χορτασμένος. Το ίδιο και από την Ελληνική μουσική λόγια και μη. Συνθέτες της λεγόμενης Εθνικής Σχολής, συνθέτες της αστικής «ελαφράς» μουσικής είχαν γεμίσει τις ώρες του. Σκεπτότανε πως η παιδεία των τελευταίων και το «κλίμα» της εποχής, τους άφησε να επηρεαστούν από τη δυτικότροπη μουσική που στήριζε τον τρόπο διασκέδασης των ελλήνων αστών. Θεατρικές παραστάσεις, επιθεωρήσεις συνάθροισης σε άλλους τόπους διασκέδασης ήταν ¨ντυμένες¨ με τη μουσική τους. Παράλληλα οι συζητήσεις για τις ευρύτερες συνθήκες διαβίωσης του λεγόμενου την εποχή εκείνη περιθωρίου, τον τρόπο διασκέδασης του, αλλά κυρίως η μουσική του δημιουργία καθώς και θέματα όπως η αλληλεπίδραση δημοτικής και βυζαντινής μουσικής είχαν γεμίσει πολλές μα πάρα πολλές βραδιές της παρέας.
Μετά ήλθε η αριστοτεχνικά εκφρασμένη δημιουργική δεινότητα του Χατζιδάκι και αυτή του Θεοδωράκη που οι πολιτικές συνθήκες ευνόησαν τα ακούσματα της αδιαπραγμάτευτής μουσικής του οντότητας. Το νέο δεν ήταν μόνο στην μουσική τους που με αυτή εξέφραζαν τη φιλοσοφία και τη στάση τους για τη ζωή, αλλά και στο άγγιγμα των ποιημάτων δύο γνωστών ελλήνων ποιητών που έγιναν ευρύτερα γνωστοί από την απονομή του βραβείου Nobel και ακόμη περισσότερο από τη μελοποίηση των στίχων τους. Δημιουργήθηκε έτσι μία νέα τάση ευνοώντας τόσο τη μουσική όσο και την ποίηση.
Το παράδειγμά τους ακολούθησαν πολλοί συνθέτες άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι.
Σήμερα το μουσικό τοπίο απέχει πολύ από αυτό των χρυσών δεκαετιών του 60 και του 70. Οι τραγουδίστριες και οι τραγουδιστές τραγουδάνε όχι με το στόμα αλλά με όλα τα ¨καλά¨, αν είναι βέβαια καλά, που τους προίκισε η φύση, στίχους, η ποιότητα των οποίων το λιγότερο που μπορεί να πεις, είναι ότι σε προβληματίζουν μάλλον δυσάρεστα. Οι διασκευές προσπαθούν να καλύψουν την υποτιθέμενη δημιουργική στειρότητα εξασφαλίζοντας χαμηλό κόστος σε ότι «νέο» περιλαμβάνεται στις play list των ραδιοσταθμών.
Απελπιστική είναι και η συνεχής επανάληψη. Το σύστημα παρουσιάζει όλο τους ίδιους και τους ίδιους είτε γιατί τους το χρωστάει που το εξέθρεψαν βαδίζοντας χέρι χέρι είτε γιατί θεωρεί δεδομένη την επιτυχία, με χαμηλό κόστος, χωρίς όμως να μετράει τις αντοχές του κοινού.
Ήταν καιρός τώρα που λαχταρούσε να ακούσει κάτι φρέσκο, κάτι λιγότερο γνωστό, να δει αν η ποιότητά του θα οδηγούσε, στην δίχως κούραση, επανάληψή του.
Θα πήγαινε στη συναυλία της Συμφωνικής ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων στο Βυζαντινό μουσείο. Τον είχε προβοκάρει ο τίτλος. «Μουσικοί και Ποιητικοί Διάλογοι» και το γεγονός ότι το πρόγραμμα περιελάβανε επιτέλους δύο νέα έργα.
Θα ακουγόντουσαν έργα των σημαντικών συνθετών Gustav Mahler, Claude Debussy, Gabriel Fauré και δύο ακόμα συνθέσεις μία του μαέστρου Ε. Καλκάνη με τίτλο«Serenata Lirico» και το συμφωνικό έργο της Πηγής Λυκούδη «Η δίψα στο Μυστρά» που κάλυπτε το δεύτερο μέρος της συναυλίας.
Είχε ακούσει τη συναυλία της στην Κωνσταντινούπολη προς τιμή του Πατριάρχη με ένα ολιγομελές σχήμα. Σήμερα περίμενε να ακούσει την συμφωνική έκφραση του ομώνυμου ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου που δεν του ήταν γνωστό, για να συμπληρώσει ή όχι τις καλές του εντυπώσεις.

Έφθασε στις 8:00 ως συνήθως με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Συναντήθηκαν με το φίλο του και με διάθεση αλληλοπειράγματος.
Στην είσοδο υπάλληλοι του μουσείου τους έδωσαν το πρόγραμμα. Ο χώρος, ο καιρός και όλο το περιβάλλον με απλωμένη την ορχήστρα σε προδιέθεταν θετικά. Ο φίλος του τον παρατηρούσε σαν να ήταν σε γυάλα περιμένοντας τις αντιδράσεις του. «Να πάρω μερικές φωτογραφίες» του είπε «πριν αρχίσουν οι απαγορεύσεις».

Η συναυλία άρχισε απλά. Τα έργα του πρώτου μέρους του ήταν λίγο-πολύ γνωστά. Τα χαρακτήριζε το ιμπρεσιονιστικό, περιγραφικό ύφος της μουσικής τους. Το πρώτο μέρος κύλισε προσαρμοσμένο στην γλυκύτητα και την πραότητα του περιβάλλοντος
Την ευαισθησία και την απόδοση της ορχήστρας συναγωνίστηκε το κελάρυσμα του σιντριβανιού στο χώρο των ακροατών μέχρι που κάποιος ευλογημένος ζήτησε να σταματήσει η λειτουργία του.

Και μετά το διάλειμμα.
Ακούστηκαν τα καθιερωμένα ψιλοβηξίματα, ψίθυροι και σχολιασμοί. Έκανε εντύπωση η απουσία ενός καλωσορίσματος, η σιωπή για μία επέτειο 100 χρόνων από την ίδρυση ενός τόσο σημαντικού μουσείου. Διάχυτη ήταν και η προσμονή για το δεύτερο μέρος.

Στο δεύτερο μέρος προλόγισε το έργο της η συνθέτρια Πηγή Λυκούδη βοηθώντας πραγματικά το κοινό να μπει στο νόημα και την επικαιρότητα του μελοποιημένου ποιήματος του Ρίτσου, ενός ποιήματος που γράφτηκε πριν 60 χρόνια.
Ο κόσμος ανακάθισε και η προσμονή του μεγάλωσε.

«Eίναι ποίημα με βαθιά ελληνοπρέπεια, που μεταδίδει τη διαχρονική αίσθηση της δοκιμασίας του χειμαζόμενου αλλά πάντοτε υπερήφανου ελληνισμού ανά τους αιώνες» υπογράμμισε η συνθέτρια και συνέχισε «Στη Δίψα στο Μυστρά εκφράζεται επίσης η πάγια θέση του Ρίτσου, για τη καταξίωση της ιστορικής παρουσίας του ανώνυμου προσώπου. Πλάι στις μεγάλες ιστορικές μορφές τοποθετούνται οι άσημοι ήρωες, οι μαυροντυμένες μανάδες, οι, απλοϊκοί ορισμένες φορές, αντιστασιακοί αγωνιστές, ωστόσο πάντοτε ικανοί για τις πιο γνήσιες και ανυπόκριτες πράξεις μεγαλείου».
Στάθηκε στους δύο τελευταίους στίχους που έβαλαν τη σφραγίδα τους στην απόφαση της μελοποίησης του ποιήματος: «Καίγοντας και φωτίζοντας. Φωτίζοντας και καίγοντας…» «Μας υπογραμμίζουν» τόνισε η συνθέτρια «πως μόνο μέσα από την φωτιά και την κάθαρση που επιφέρει, μπορεί να παρουσιασθεί το ΦΩΣ και όπου πέσει το ΦΩΣ κατακαίει την ασχήμια και αποκαλύπτει την ζωντανή γνώση που είναι ουσιαστική για την πορεία της ζωής και του ανθρώπου».

Γύρισε και κοίταξε το φίλο του που και αυτός κοιτούσε γύρο του σταθμίζοντας το ¨ξύπνημα¨, την ένταση της προσοχής του κοινού. «Άσε να ακούσουμε» ήταν η αντίδρασή στο σκούντημά του.
Η εισαγωγή του έργου καθήλωσε. Ο ερμηνευτής Σπύρος Κλείσσας με τη θαυμάσια φωνή του και την επαγγελματική ερμηνεία του, απαγγέλλοντας και τραγουδώντας παρέσυρε τους ακροατές σε πολυποίκιλες μουσικές εικόνες αναδεικνύοντας την αξία, και την ποιότητα του έργου κάτω την εμπνευσμένη διεύθυνση του μαέστρου.
Το μαντολίνο και η άρπα βοήθησε αποτελεσματικά να μη μείνει παραπονεμένος ο Μυστράς από τα δικά του ακούσματα.

Στο τέλος το κοινό ξεσηκώθηκε.

Κοιτάχθηκαν. Και στων δύο τα πρόσωπα φαινόταν διάχυτη η ικανοποίηση.
«Τι λες» τον ρώτησε «είχα δίκιο που σε πίεσα να έλθουμε;» «Ποιότητα» ήταν η απάντηση. «Απρόσμενη ποιότητα. Θα ήθελα να τη γνωρίσω»
Την πλησίασαν την ώρα που δεχότανε τα συγχαρητήρια του Μίμη Πλέσσα.
• «Κυρία μου της είπε ήταν μία βραδιά ξεχωριστή. Θα φύγουμε γεμάτοι από εντυπωσιακά καλή μουσική που εμπνέει δυνατά συναισθήματα και που είχαμε καιρό να ακούσουμε. Σας ευχαριστούμε πολύ».
• «Το μαέστρο, τον ερμηνευτή και την ορχήστρα είναι αυτούς που πρέπει όλοι μας να ευχαριστήσουμε» ήταν η χαμογελαστή απάντησή της, απάντηση που χαρακτηριζότανε από απουσία έπαρσης.
• Έχετε μελοποιήσει και άλλους έλληνες ποιητές, έτσι δεν είναι;
• Ναι απάντησε. Το άλλο συμφωνικό μου έργο είναι βασισμένο σε ποίηση του Κωστή Παλαμά. Ενότητες μελοποιημένων ποιημάτων ελλήνων ποιητών έχει μεταδώσει στο παρελθόν η Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση. Δυστυχώς ακόμη δεν έχουν δισκογραφηθεί.

Οι ακροατές έκαναν ουρά πίσω τους. Δεν ήταν στιγμές για πολλές ερωτήσεις. Παραμέρισαν αλλά δεν έφυγαν. Ήθελαν να ακούσουν, να δουν τις αντιδράσεις και των υπολοίπων.
• Τι περιμένεις τώρα να ακούσεις εδώ αρνητικά σχόλια; τον ρώτησε ο φίλος του.
• Όχι απάντησε. Τη γνώμη μου ήδη την εξέφρασα. Με ενδιαφέρει να βλέπω τα πρόσωπα αυτών που την συγχαίρουν. Κοίταξέ τους συνηγορούν μαζί μας. Σε διαβεβαιώνω φίλε μου πως η σημερινή βραδιά είχε μία πραγματική αποκάλυψη.
Είχαν αρχίσει να απομακρύνονται.
• Μα πιστεύεις ότι όλοι αυτοί ξέρουν τόσο καλά όσο εσύ μουσική;
• Φίλε μου μπορεί να μη ξέρουν μουσική αλλά, άλλος λίγο άλλος πολύ, δοκιμάζουν στην πλάτη τους τις επιπτώσεις της σημερινής κατάστασης. Και τούτο το έργο θέριεψε τη φωτιά των στίχων του Ρίτσου στις ψυχές τους, στις ψυχές μας. Επιβεβαιώνεται ακόμη μία φορά η δύναμη της τέχνης να αλλάζει έστω και προσωρινά την επώδυνη καθημερινότητα και όχι μόνο.

ΗΝΙΟΧΟΣ
28 Σεπτεμβρίου 2014