ΜΗΔΕΙΑ του Ευριπίδη- Σκηνοθεσία: Σπύρος Ευαγγελάτος-Aπό την Βίκι Παναγιωτοπούλου
Το θεατρικό γεγονός πολυαναμενόμενο. Η ανακοίνωση οτι η έναρξη των φετινών επιδαυρίων θα γίνει με την Μήδεια σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου και τον Γιώργο Κιμούλη στον ομόνυμο ρόλο, πλαισιωμένο από έναν ανδρικό θίασο, δεν θα μπορούσε να αφήσει κανέναν αδιάφορο. Το εγχείρημα της ενσάρκωσης ενός γυναικείου ρόλου στο αρχαίο δράμα από άνδρα, είναι κάτι που δεν το βλέπουμε για πρώτη φορά (μην ξεχνάμε την πολύ πρόσφατη – μόλις πέρσι- ενσάρκωση της Ιοκάστης από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, στον Οιδίποδα Τύραννο του Τσεζαρις Γκραουζινίς). Βέβαια το να ενσαρκώνεται ο κεντρικός ρόλος καθώς και όλοι οι γυναικείοι ρόλοι και κυρίως ο χορός από άντρες, είναι κάτι που σίγουρα εξάπτει την περιέργεια και εντείνει τις προσδοκίες για το αποτέλεσμα. Πόσο μάλλον όταν το έργο που θα συμβούν όλα αυτά είναι η Μήδεια του Ευριπίδη. Ούτε όμως αυτό το βλέπουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το 1983 καθώς και το 1984 το ίδιο έργο προυσιάστηκε στον Λυκαβηττό και αντίστοιχα στο Ηρώδειο, από τον Ιαπωνικό θίασο Τόχο με αποκλειστικά ανδρική διανομή και τον εξαιρετικό Μικιτζίρο Χίρα στον ρόλο της Μήδειας. Παρόλα αυτά τώρα πρόκειται για μια ελληνική παραγωγή. Όλη αυτή η εισαγωγή σε ότι αφορά την παρουσίαση στη Ελλάδα ενός αρχαίου δράματος με γυναικείους ρόλους παιγμένους από άνδρες, γίνεται ακριβώς για να καταδείξει οτι ο θόρυβος γύρω από το γεγονός, αν και αναμενόμενος, αποπροσανατόλισε το ενδιαφέρον από την πραγματική ουσία αυτής της καλλιτεχνικής επιλογής, που δεν είναι ούτε ο πρωτότυπος εντυπωσιασμός, ούτε φυσικά η αρχαιολατρεία. Η επιλογή της συγκεκριμένης θεαρτικής σύμβασης, εκ των πραγμάτων απομακρύνει τον θεατή από μια άμεσα συναισθηματική ανάγνωση της τραγωδίας, και αυτό που επιδιώκει να δημιουργήσει είναι μια συνθήκη αρχικής απόστασης από τα δρώμενα επί σκηνής, ώστε οι υποκριτές λειτουργώντας για το κοινό ως σύμβολα πια, να μπορέσουν να αφηγηθούν την ιστορία αποκαλύπτοντας τα βαθύτερα φιλοσοφικά και πολιτικά νοήματα του έργου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η Μήδεια διδάχθηκε στο αθηναικό κοινό από τον Ευριπίδη το 431 π.Χ. Είναι η χρονιά της αρχής του Πελοποννησιακού πολέμου. Είναι η χρονιά της αρχής του τέλους για την χρυσή εποχή της Αθηναικής κυριαρχίας. Η τραγωδία αποτελεί απότοκο της ακμής των Αθηνών. Αυτό που πραγματεύεται είναι η θέση του ανθρώπου ανάμεσα στα θρησκευτικά και ηθικά θέματα των παλαιών μύθων και κατ’ επέκταση των παραδοσιακών αρχών και αξιών, και από την άλλη στην καινούργια ηθική της αθηναικής δημοκρατίας και την πίστη της στην λογική και πολιτική φύση του ανθρώπου. Και είναι αυτή η καινούργια ηθική της πίστης στο λογικό του ανθρώπου που έκανε την Αθήνα αυτήν την ένδοξη και λαμπρή υπερδύναμη πόλη-κράτος τον 5ο αιώνα π.Χ. Ο άνθρωπος για τον Αθηναίο τον 5ο αιώνα, είναι απόλυτος κυρίαρχος της μοίρας του, πράγμα που το βλέπουμε να καταγράφεται στην Σοφόκλεια θεώρηση της ανθρώπινης μοίρας όπως αυτή δίνεται στις τραγωδίες του. Μια υπέροχη ισόρροπη πίστη ανάμεσα στο θείο και τον άνθρωπο. Δεν ισχύει το ίδιο όμως και για τον Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης διαισθάνεται την αστοχία στην πίστη οτι το ανθρώπινο λογικό θα οδηγήσει στην υπέρτατη ευδαιμονία της πόλης. Ήδη οι ιστορικές εξελίξεις του καιρού του το μαρτυρούν. Ο εμφύλιος σπαραγμός του κλασικού ελληνικού κόσμου είναι κοντά.Ο Ευριπίδης ανησυχεί, αμφισβητεί, και αναρωτιέται για τα πάντα. Αναγνωρίζει το «δαιμονικό» στην φύση του ανθρώπου, την άλογη πλευρά του, και γι’ αυτό διεισδύει τόσο πολύ στην ανθρώπινη φύση αναλύοντας τα ενστικτά της, τα πάθη της και τα κίνητρα της. Αυτό κάνει και στην Μήδεια. Σε μια περίοδο όπου ο θυμός για την έκβαση των πολιτικών γεγονότων, που θα οδηγήσουν στον Πελοποννησιακό πόλεμο, είναι το ψυχολογικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, ο Ευριπίδης διδάσκει την Μήδεια. Την ιστορία μιας βάρβαρης, δαιμονικής και άγριας φύσης (είναι μάγισσα), που λύνει ανεπίστρεπτα τους δεσμούς της με την βαρβαρική της καταγωγή (προδίδει τον πατέρα της Αιτήτη βασιλιά της Κολχίδας και σκοτώνει τον αδελφό της) εξαιτίας του έρωτα και ακολουθεί τον Ιάσωνα στην Ελλάδα, όπου ενσωματώνεται σε έναν ορθολογιστικό πολιτισμό στον οποίο κυβερνούν οι δίκαιοι νόμοι των ανθρώπων και όχι αυτός της βίας και του δυνατότερου. Η άγρια φύση εκπολιτίζεται. Η Μήδεια ενσωματώνεται στον πολιτισμό και καταστέλλει την βίαιη και ενστικτώδη της φύση, για χάρη του έρωτα και των ιερών του όρκων. Όταν όμως οι όρκοι αυτοί λύονται και ο Ιάσωνας παντρέυεται την κόρη του βασιλία της Κορίνθου για λόγους πολιτικής ισχύος, δηλαδή καθαρά ωφελιμιστικούς, η Μήδεια επιστρέφει στην πρότερη φύση της. Προσπάθησε να εξανθρωπιστεί και να ελέγξει την δαιμονική της φύση (είναι απόγονος του θεού Ήλιου), αλλά ο ανθρώπινος πολιτισμός την πρόδωσε και την εξωστράκισε αφήνοντας την έρμαιο. Έτσι ο μόνος δρόμος για να αποκτήσει και πάλι την αυτονομία της είναι το λύσιμο των καινούργιων της δεσμών, που γίνεται με την ορμή μιας εκδικητικής λύσσας. Για την Μήδεια οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δεσμός αίματος, και έτσι όπως έσφαξε τον αδελφό της για να ενωθεί με τον Ιάσωνα, τώρα χρειάζεται πάλι αίμα για να αποδεσμευτεί από αυτή την ένωση. Η Μήδεια δεν είναι μια γυναίκα που σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άντρα της επειδή απίστησε. Η Μήδεια σκοτώνοντας τα παιδιά της, σκοτώνει την ανθρώπινη αλλαζονεία. Ενσαρκώνει το άγριο ζώο στον άνθρωπο, που όταν δεν ενσωματώνεται πια στον πολιτισμό, επανέρχεται δριμύτερα.
Η σημερινή ελληνική κοινωνικοπολιτική κατάσταση, αποτέλεσμα της κατάρρευσης της ψευδαίσθησης της οικονομικής ευημερίας του έθνους, και όλων των παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας που έφερε στην επιφάνεια η κατάρρευση αυτή, αποτελεί μια καίρια στιγμή για την παρουσίαση της ευριπίδιας τραγωδίας. «Το προσδοκώμενο δεν έχει ακόμα συντελεστεί. Το απροσδόκητο έχει γίνει.» Με αυτά τα ηχογραφημένα λόγια, παρμένα απ’ το εξόδιο άσμα, να αντηχούν σε όλο το θέατρο δια στόματος Σπύρου Ευαγγελάτου, κλείνει η παράστση. Και είναι αυτά που συμπυκνώνουν το νόημα και υπογραμμίζουν την πρόθεση και κατ’ επέκταση τις επιλογές, αρεστές ή μή, που έγιναν στο ανέβασμα της τραγωδίας. Η πρόθεση ήταν να γίνει μια ουσιαστική, όσο το δυνατόν αντικειμενική ανάγνωση και ερμηνεία της ιστορίας της Μήδειας. Η καθαρότητα και η λιτότητα του ανεβάσματος το επιβεβαιώνουν.
Το πρώτο που αντικρίζει κανείς εισερχόμενος στο θέατρο, είναι ο σκηνικός χώρος του Γιώργου Πάτσα, δυο ορθογώνια πλατύσκαλα που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της ορχήστρας. Πάνω σε αυτά ένας επικλινής κύβος που στην πρόσοψη του απεικονίζεται μια ασπρόμαυρη λεπτομέρεια ενός αρχαίου μαρμάρινου συμπλέγματος με ένα μικρό παιδί να κρύβεται μέσα σε ανθρώπινα μέλη. Είναι ο οίκος της Μήδειας. Η προδωσία του οίκου έχει συντελεστεί. Ο κύβος ερρίφθει. Η ισορροπία έχει πια διαταραχθεί. Η ιερή γεωμετρία, που για την αρχαιοελληνική ηθική αποτελεί το ανώτατο επίπεδο της καθαρής σκέψης, είναι πλέον ανισόρροπη. Ο ανισόρροπος αυτός κύβος, φέρει πάνω του το παιδί, την ανθρώπινη συνέχεια, που το μέλλον του είναι πλέον αβέβαιο. Μέσα σε αυτόν ακούγονται οι πρώτες κραυγές της Μήδειας που θρηνολογεί και καταριέται, και βλέπουμε την σκιά της με τα χέρια ανοιχτά, σαν αρπαχτικό, να εικονοποιεί την απειλή. Η παράσταση κρατά τα απολύτως ουσιώδη. Η διδασκαλία σφιχτή και καθαρή. Αυτό που προέχει είναι ο λόγος. Ο ήχος των αντρικών φωνών στους γυναικείους ρόλους, δίνει την απόσταση που χρειάζεται για να παρακολουθήσεις την αφήγηση. Η εικόνα επίσης καθαρή και συμβολική. Τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, και κυρίως αυτά του χορού, παραπέμπουν στο γιαπωνέζικο θέατρο. Δίνουν όγκο στα σώματα τον ηθοποιών με έναν λιτό τρόπο. Ο χορός δεν είναι άντρες ντυμένοι γυναίκες. Είναι σύμβολα γυναικών. Όλος ο χορός καθώς και οι ρόλοι φορούν μάσκες. Όλοι οι ήρωες έχουν μετατραπεί σε σύμβολα, και ξεδιπλώνουν στους θεατές τα νήματα της αφήγησης. Καθοριστικής σημασίας για το συνολικό αποτέλεσμα, η ερμηνεία του Γιώργου Κιμούλη. Η Μήδεια του είναι ένα πλάσμα που δεν είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα, αλλά το σύμβολο μιας παραμορφωμένης φύσης που ελλοχεύει το άγριο ζώο. Ο τρόπος που χρησημοποιεί το σώμα του εξαιρετικός. Ο λόγος του καθαρός και άμεσος. Ίσως σε κάποιες στιγμές υπάρχει μια υπερβολή. Ενδεδυμένος με έναν μακρύ πορφυρό χιτώνα και φορώντας μια προσωπίδα που στο πίσω μέρος της φέρει πολύ μακριούς πορτοκαλί βοστρύχους, ντύνεται εντυπωσιακά το κοστούμι της Μήδειας. Χρησιμοποιώντας προς όφελος του ρόλου το ύψος του, έχει υιοθετήσει ένα στήσιμο με ιδιαίτερα γυρτούς ώμους. Η στάση της υποταγής ενός άλλοτε εντυπωσικού πλάσματος. Η παραμόρφωση που δημιουργεί η υποταγή του θηλυκού. Ιδιαίτερα ο τρόπος που χρησιμοποιεί τα χέρια του είναι εξαίρετος. Όλες οι κινήσεις του είναι άκρως μελετημένες. Μοναδικό σκηνικό αντικείμενο ένα μαχαίρι στα χέρια του, που εμφανίζει αμέσως μετά την αναχώρηση του Κρέοντα στο πρώτο επεισόδιο, ακριβώς την στιγμή που αποφασίζει οτι θα εκδικηθεί. Από τότε το μαχαίρι γίνεται προέκταση των χεριών του. Είναι ο θυμός που όπως λέει η Μήδεια πρέπει να μείνει ζωντανός ώς το τέλος. Το μαχαίρι από την στιγμή που εμφανίστηκε πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Το σχέδιο της εκδίκησης αρχίζει. Η ερμηνεία της αφήγησης του Γιώργου Κιμούλη, είναι οργανωμένη και ολοκληρωμένη. Όλα είναι μελετημένα. Οι κινήσεις του, η σχέση του με τους υπόλοιπους, το πάθος, οι εντάσεις, οι εσωτερικές αμφιταλαντεύσεις, η οργή, ο θρήνος. Χωρίς υπερβολές και με μέτρο έχει σωματοποιήσει την μανίερα του, μια μανιέρα που ποτέ δεν αρνήθηκε οτι κατέχει, αφού άλλωστε η μανιέρα δεν έχει μόνο αρνητική χροιά. Η μανιέρα είναι κατεκτημένος τρόπος. Η Μήδεια του δεν σε συγκινεί. Στην Μήδεια του σε συνεπαίρνει η ψυχολογική ακρίβεια με την οποία ξετυλίγεται μπροστά σου η δόμηση μιας ψυχοσύνθεσης που καταλήγει σε μια τραγική επιλογή. Αν η ενσάρκωση της Μήδειας αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό στοίχημα για το Γιώργο Κιμούλη, πρόκειται για ένα στοίχημα κερδισμένο.
Πιστοί στο ύφος και την πρόθεση της παράστασης κι οι υπόλοιποι ρόλοι. Εξαιρετικός λόγος απ΄τον Μάνο Βακούση ως Τροφός. Καλοί επίσης οι Νίκος Αναστασόπουλος ως Παιδαγωγός, ο Δημήτρης Παπανικολάου ως Αιγέας, και κυρίως ο Νικόλας Παπαγιάννης ως Αγγελιαφόρος. Κάπως υπερβολικός και σχηματικός ο Κρέοντας του Τάσου Νούσια. Ο Ιάσωνας του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου παρουσιάζει μια ανισότητα. Στο δεύτερο επεισόδιο εμφανίζεται κάπως σχηματικός ως ωφελιμιστής και αυθάδης αντίπαλος της Μήδειας στον αγώνα λόγων. Στο τέταρτο επεισόδιο έχει χαθεί η σχηματικότητα και είναι πιο καίριος. Στην τελευταία του εμφάνιση στην έξοδο είναι ίσως η μόνη στιγμή κατα την διάρκεια του έργου που συμβαίνει ένα συναισθηματικό άνοιγμα στην παράσταση. Ως θρηνών πατέρας, είναι ιδιαίτερα άμεσος και συναισθηματικός, και είναι ίσως η μόνη στιγμή συναισθηματικής ταύτησης κοινού και ήρωα. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν σκηνοθετική πρόθεση για να καταφανεί η τραγικότητα του ανθρώπου που εθελοτυφλεί και διαπράττει ύβρη απέναντι στην φύση, αλλά στην τελευταία εικόνα με την Μήδεια να εμφανίζεται ευθυτενής πια, εφόσον έχει πλέον θεοποιηθεί, μέσα στον επικλινή κύβο που έχει μετατραπεί σε άρμα του Ήλιου και με την φωνή της να ακούγεται ηχητικά ενισχυμένη, ο θρήνος του Ιάσωνα που βρίσκεται πεσμένος στην ίδια στάση σαν αποκαθηλωμένο καθρέφτισμα,όσο εσωτερικός και συναισθηματικός και αν είναι, καλύπτεται από την εικόνα και κυρίως την μεγεθυμένη φωνή του Γιώργου Κιμούλη. Το αποτέλεσμα που δημιουργείται είναι άνισο και ανισόρροπο. Όσο για τον χορό, η παρουσία του είναι απλή και καίρια, χωρίς χορογραφίες, μόνο με μια απλή και σχηματοποιημένη κίνηση και με τραγούδι στα χορικά. Η αλήθεια είναι οτι τα τραγουδιστικά μέρη ακούγονται κάπως ξεπερασμένα. Σε αυτό ίσως συνέτεινε και η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου που σε πολλά σημεία ακουγόταν κινηματογραφική,πράγμα που για την συγκεκριμένη παράσταση μεταφράζεται ως ξένο σώμα.
Η Μήδεια του Σπύρου Ευαγγελάτου είναι μια παράσταση κλασική. Δεν καινοτομεί, δεν πειραματίζεται, δεν συνεπαίρνει. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ένας από τους λίγους βαθυστόχαστους μελετητές του ελληνικού δραματολογίου, παρουσιάζει ένα ανέβασμα δίνοντας βάρος κυρίως στον λόγο. Όλα τα επιμέρους στοιχεία της παράστασης είναι δομημένα με τέτοιο τρόπο, ωστε αυτό που προβάλλεται είναι η αφήγηση του κειμένου. Φεύγοντας από το θέατρο, αυτό που σου μένει δεν είναι ένα άμεσο συναισθηματικό αντίκτυπο, αλλά μια νοησιαρχική δραστηριότητα, από την επαφή σου με ένα κείμενο βαθιά φιλοσοφικό και πολιτικό. Είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής διδασκαλίας ενός αρχαίου δράματος. Και είναι βέβαιο πως αυτό που παρακολούθησες ήταν μια καλη παράστση.
Βίκη Παναγιωτοπούλου